- τριγωνίστρια
- τρι-γωνίστρια, ἡ, die das Tonwerkzeug τρίγωνον Spielende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριγωνίστρια — a woman who plays the fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίστρια — ἡ, Α γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τριγωνίστριαν — τριγωνίστρια a woman who plays the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)